ανακόλουθος

ανακόλουθος
η , ο [ος , ον ]
1) непоследовательный; противоречивый; 2) несогласованный, несвязный;

ανακόλουθος λόγος — несвязная, нескладная речь


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανακόλουθος" в других словарях:

  • ἀνακόλουθος — inconsequent masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακόλουθος — η, ο (AM ἀνακόλουθος, ον) 1. (για πράξεις ή λόγους) αυτός που δεν έχει συνάφεια, συμφωνία με τα προηγούμενα, ασυνάρτητος, αντιφατικός 2. ασυνεπής 3. φρ. «ανακόλουθο(ν) σχήμα» (Γραμμ.) σχήμα λόγου, κατά το οποίο παραβιάζεται η συντακτική συνέπεια… …   Dictionary of Greek

  • ανακόλουθος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι σύμφωνος με τον εαυτό του, ο ασυνεπής: Είναι γνωστός ως άνθρωπος ανακόλουθος. 2. αυτός που δεν έχει λογική συνοχή, ασυνάρτητος: Μου αράδιασε λόγια ανακόλουθα. 3. «ανακόλουθο σχήμα», εκείνο το σχήμα λόγου στο οποίο σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνακολούθως — ἀνακόλουθος inconsequent adverbial ἀνακόλουθος inconsequent masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακόλουθον — ἀνακόλουθος inconsequent masc/fem acc sg ἀνακόλουθος inconsequent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακολούθοις — ἀνακόλουθος inconsequent masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακολούθου — ἀνακόλουθος inconsequent masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακολούθους — ἀνακόλουθος inconsequent masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακολούθων — ἀνακόλουθος inconsequent masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακολούθῳ — ἀνακόλουθος inconsequent masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακόλουθα — ἀνακόλουθος inconsequent neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»